- τόσακις
- τόσᾰ-κῐς, Adv., ([etym.] τόσος)A so many times, so often, Polyaen.4.3.9; [dialect] Ep. [full] τοσσάκι Il. 21.268, 22.197, Simon.145, etc.; elided,
τοσσάχ' ὕδωρ Od.11.586
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοσσάχ' ὕδωρ Od.11.586
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοσάκις — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] … Dictionary of Greek
τοσσάκι — τοσάκις epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
τοσαυτάκις — Α επίρρ. τοσάκις, τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + επιρρμ. κατάλ. κις*] … Dictionary of Greek
τοσσάκι — Α επίρρ. βλ. τοσάκις … Dictionary of Greek
τουτάκις — Α [τοῦτο] επίρρ. 1. τότε 2. ούτως, έτσι 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοσάκις» … Dictionary of Greek
τοσσάχ' — τοσσάκι , τοσάκις epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)